Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεύρυσμα το [anévrizma] Ο49 : (ιατρ.) η διεύρυνση, η διόγκωση τμήματος αγγείου (κυρ. αρτηρίας) εξαιτίας οργανικής πάθησης ή κάκωσης των τοιχωμάτων του: ~ αρτηριακό / της αορτής. Aτρακτοειδή ανευρύσματα. Διαχωριστικό ~. Πέθανε από ~ της αορτής.
[λόγ. < ελνστ. ἀνεύρυσμα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεύρυσμα [anévrizma] το, med (L)
- aneurysm:
- ~ αορτής |
- πέθανε από ρήξη ανευρύσματος της θωρακικής αορτής
[fr MG ανεύρυσμα ← LK ← AG ἀνευρύνω w. suff -μα; cf ἀνεύρυνσις, ἀνευρυσμός]
- aneurysm: