Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεύρετος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανεύρετος -η -ο [anévretos] Ε5 : που δε βρέθηκε, που δεν μπορεί κανείς να τον βρει (εύκολα).

[λόγ. < αρχ. ἀνεύρετος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανεύρετος, -η, -ο [anévretos] (L)
  • unfindable, unrecoverable, undiscoverable:
    • ~ παράδεισος |
    • ανεύρετες αλήθειες |
    • τα λιγοστά αυτά διηγήματα είναι σχεδόν ανεύρετα σήμερα (Palam) |
    • τα βιβλία τα κατάντησαν ανεύρετα πια (Panagiotop) |
    • το περιοδικό βγήκε σε λίγα φύλλα ανεύρετα σήμερα (Valetas) |
    • της στέλνει και κανένα ανεύρετο χηλίτικο υφαντό (MGeorgiou) |
    • poem κι απ' τον πανώριο της ναό η φυλάχτρα σου η παρθένα | κι αγύριστη κι ανεύρετη πάει κ' η θεά σου, πάει (Palam) |
    • .. η ψυχή μου νερομάνα | ανεύρετη για σένα, μυστική, μέσα σε βάθη αθώρητα θα ρέει (Skipis) |
    • ως να της βρω το ανεύρετο βοτάνι που ωφελεί (Myrtiotissa)

[fr kath ← K, AG, cpd of ἀν- & AG ευρετός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες