Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεύθυνα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανεύθυνα [anéfθina] adv (L)
  • ① unaccountably, irresponsibly (syn χωρίς ευθύνη, ant υπεύθυνα):
    • αναπολεί τα χρόνια που ζούσε ασύνειδα, αμέριμνα, ~ (Papanoutsos) |
    • πώς μπορεί να είναι σωστό πράγμα η μοναρχία όταν έχει ο ένας το δικαίωμα να κάνει ό,τι θέλει ~; (Ploritis) |
    • αρκετά ζήσαμε ~ σαν άτομα και σαν σύνολο μέσα στην ευρωπαϊκή κοινωνία (Charis)
  • ② without the proper responsibility, irresponsibly (ant υπεύθυνα):
    • ενεργεί, ζει ~ |
    • φέρεται εντελώς ~ |
    • εκφράζει ~ απόψεις άλλων |
    • απλές εικασίες ή ευσεβείς πόθοι, φόβοι ή προσδοκίες, φημολογούνται ~ σαν πραγματικές ειδήσεις (Vranousis) |
    • ο ανυπόφορος μιμητισμός αναμασούσε ~ τους πιο αυθεντικούς ποιητές μας (Chatzinis)

[der of ανεύθυνος2; cf kath ανευθύνως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες