Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεφοδιασμός ο [anefoδiazmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανεφοδιάζω: Ο ~ του στρατού σε πυρομαχικά / σε τρόφιμα.
[λόγ. ανεφοδιασ- (ανεφοδιάζω) -μός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεφοδιασμός [anefo∂iazmós] ο, (L)
- supplies, supplying or resupplying, replenishment, provisioning, purveyance:
- πολεμικός ~ |
- ~ σε καύσιμα, πυρομαχικά, τρόφιμα |
- ~ πληθυσμού, στρατού, στόλου |
- milit σταθμός ανεφοδιασμού refilling point |
- naut πλοίο ανεφοδιασμού mothership, supply ship |
- commerce ~ new stock |
- ο διοικητής του συντάγματος κατάφερε να κόψει τον ανεφοδιασμό των εχθρών |
- με διαταγή του πρωθυπουργού κόψαν τον ανεφοδιασμό (Tsirkas) |
- ο ~ στα μαχόμενα τμήματα σταμάτησε (TAthanasiadis) |
- μια επιτροπή θ' αναλάμβανε την ευθύνη του ανεφοδιασμού και της διανομής (Koumantareas) |
- η λάμπα βάσταε ογδόντα ώρες συνέχεια να καίει χωρίς ανεφοδιασμό (RApostolidis) |
- οι ληστοσυμμορίες περνούσαν ελεύθερα στο τουρκικό έδαφος, βρίσκοντας άσυλο και ανεφοδιασμό (Sachinis) |
- poem η σιωπή είναι διάρκεια | είν' ~ για ποίηση (ZManaris)
[fr kath ανεφοδιασμός, cpd of pref αν- & PatrG, Hesych. ἐφοδιασμός]
- supplies, supplying or resupplying, replenishment, provisioning, purveyance: