Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεφοδίαστος, -η, -ο [anefo∂íastos] (& Makryg ανεφόδιαστος) (L)
- unsupplied, without supplies (ant εφοδιασμένος):
- ~ στρατός, στόλος |
- ανεφοδίαστη πόλη |
- ανεφοδίαστο οχυρό |
- η κοινωνιολογία χωρίς τα λαογραφικά δεδομένα μένει ανεφοδίαστη (Loukatos) |
- είναι ανεφόδιαστο ολωσδιόλου το κάστρο (Makryg)
[fr kath (neol]
- unsupplied, without supplies (ant εφοδιασμένος):