Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανευχαρίστητος -η -ο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
ανευχαρίστητος, επίθ.· αφχαρίστητος.
  • Δυσαρεστημένος:
    • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [1312]).

[<στερ. αν‑ + ευχαριστώ. H λ. και ο τ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανευχαρίστητος -η -ο [anefxarístitos] Ε5 : που δεν ευχαριστιέται, που δεν ικανοποιείται ποτέ και με τίποτα.

[αν- (δες α- 1) ευχαριστη- (ευχαριστώ) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανευχαρίστητος, -η, -ο [anefxarístitos] (& Kazantz αφχαρίστητος) (L)
  • ① unpleased, unsatisfied (ant ευχαριστημένος):
    • ό,τι κι αν του κάνεις είναι ~ |
    • ύστερα από τόσους επαίνους φαινόταν ~ |
    • να 'σαι ανήσυχος, αφχαρίστητος, απροσάρμοστος (Kazantz) |
    • poem κι ό,τι δεν πέτυχες, ανευχαρίστητο παιδί μου, | κλώθε το πάλι μες στα ονείρατά σου. Kοίμου! (Melachrinos)
  • ② ungrateful (syn αχάριστος):
    • ~ άνθρωπος

[fr MG ανευχαρίστητος, cpd of privat αν- & ευχαριστητός (: K εὐχαριστῶ); the form αφχαρίστητος fr MG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες