Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ανευλόγητος, επίθ.
-
- Που δεν ευλογήθηκε από την εκκλησία:
- Περί γάμου ανευλογήτου (Bακτ. αρχιερ. 140).
[<στερ. αν‑ + επίθ. ευλογητός. H λ. τον 5.-6. αι. (DGE)]
- Που δεν ευλογήθηκε από την εκκλησία:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανευλόγητος -η -ο [anevlójitos] Ε5 : αβλόγητος.
[μσν. ανευλόγητος < αν- (δες α- 1) ευλογη- (ευλογώ) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανευλόγητος, -η, -ο [anevlóyitos] (L)
- ① unblessed (syn D αβλόγητος, ant ευλογημένος):
- ~ άρτος, γάμος |
- ανευλόγητο εκκλησάκι, σπίτι, χωριό |
- ανευλόγητα κόλλυβα |
- δεν κάνει προκοπή γιατί είναι ~ |
- πού να φαντασθούν τι τους περιμένει την επομένη, όταν η ανευλόγητη σήμερα ομιλία ενταχθεί στην οδό της νομιμότητας (Palaiologos)
- ② fig unmarried (syn αστεφάνωτος):
- άρχισε να μιλά για τα πλήθη των ανευλόγητων, των ανυμέναιων, των άπροικων παρθένων (Palaiologos)
- ③ simple, clumsy (synL αδέξιος):
- ~ από τη φύση του |
- να άντρας ~ κι ανεπρόκοφτος
[fr MG ανευλόγητος, cpd of pref αν- & LK εὐλογητός]
- ① unblessed (syn D αβλόγητος, ant ευλογημένος):