Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανευλαβής -ής -ές [anevlavís] Ε10 : (λόγ.) που τον χαρακτηρίζει η έλλειψη ευλάβειας, σεβασμού στα λόγια και στις πράξεις του· ασεβής. ANT ευλαβής: H ~ συμπεριφορά του προκάλεσε την οργή.
[λόγ. < ελνστ. ἀνευλαβής]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανευλαβής1 [anevlavís] ο, (L)
- irreverent person:
- ο καλλιτέχνης δεν παραιτείται όταν κινδυνεύει η εργασία του να ευτελιστεί από τη βαναυσότητα των ανευλαβών (Papanoutsos) |
- έχεις καιρό για την γκρίνια σου, επαναφέρει η κυρία τον ανευλαβή της (Palaiologos)
[fr kath, substantiv. m of ανευλαβής2]
- irreverent person:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανευλαβής2, -ής, -ές [anevlavís] (L)
- ① irreverent, disrespectful (syn L αναιδής, αυθάδης, ant L ευλαβής, ευλαβικός):
- ανευλαβείς εκφράσεις |
- ανευλαβές ύφος |
- ~ συμπεριφορά των οργάνων της φυλακής |
- ο Πλάτων γίνεται κάποτε ~ και πικρός προς τα είδωλά του, τον Όμηρο και τον Eυριπίδη (Papanoutsos) |
- αφορμή που γνώρισα τον P. στάθηκε, όσο να φαίνεται αυτό ανευλαβές, οι δυο μεγάλες μου κοτσίδες (Nakou)
- ② impious (syn ανεύλαβος,:
- όταν ζητήσεις να ιδείς τους τίτλους των αληθειών τους, εξεγείρονται και σε αποκαλούν |
- βέβηλο, ανευλαβή, ανόσιο (Papanoutsos)
[fr kath ← LK ανευλαβής, cpd of pref ἀν- & AG εὐλαβής]
- ① irreverent, disrespectful (syn L αναιδής, αυθάδης, ant L ευλαβής, ευλαβικός):