Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεστιότητα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανεστιότητα [anestiótita] η, (L)
  • the state of being homeless, homelessness:
    • η διαβίωση κοντά στο λαό τον προφυλάσσει από το συναίσθημα της ανεστιότητας που βασανίζει τον ξεριζωμένο των μεγαλουπόλεων (Prevelakis) |
    • πουθενά δεν βρίσκει τόπο να σταθεί και κυριεύεται από την ~ (Georgoulis)

[fr kath (neol) ανεστιότης, der of kath ανέστιος; cf neol ανεστιότης for an eye ailment]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες