Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεστιότητα [anestiótita] η, (L)
- the state of being homeless, homelessness:
- η διαβίωση κοντά στο λαό τον προφυλάσσει από το συναίσθημα της ανεστιότητας που βασανίζει τον ξεριζωμένο των μεγαλουπόλεων (Prevelakis) |
- πουθενά δεν βρίσκει τόπο να σταθεί και κυριεύεται από την ~ (Georgoulis)
[fr kath (neol) ανεστιότης, der of kath ανέστιος; cf neol ανεστιότης for an eye ailment]
- the state of being homeless, homelessness: