Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανερυθρίαστα [aneriθríasta] adv (L)
- unblushingly, impudently, shamelessly, brazenly (syn αδιάντροπα, ξετσίπωτα, L αναιδώς, L αναίσχυντα, ant ντροπαλά):
- μας διαβεβαιώνουν ~ |
- ~ αγνόησε το γεγονός he unblushingly ignored the fact |
- ο X. είπε σοβαρά και ~ ότι οι Έλληνες της Kων/πόλεως έφυγαν οικειοθελώς |
- τα σφάλματα που προκάλεσαν τις στάσεις επαναλαμβάνονται ~ (Petsalis) |
- poem και πράττουμε τα φαύλα, ~ πλέον (Papatsonis)
[der of ανερυθρίαστος; cf kath ανερυθριάστως]
- unblushingly, impudently, shamelessly, brazenly (syn αδιάντροπα, ξετσίπωτα, L αναιδώς, L αναίσχυντα, ant ντροπαλά):