Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανερμήνευτος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανερμήνευτος -η -ο [anermíneftos] Ε5 : που δεν έχει ερμηνευτεί ή που δεν μπορούν να τον ερμηνεύσουν: Aνερμήνευτο χωρίο ενός κλασικού συγγραφέα. Aνερμήνευτη επιγραφή. Aνερμήνευτη στάση / συμπεριφορά. || Aνερμήνευτη ρήτρα του Συντάγματος, που δεν υπομνηματίστηκε, δεν ερμηνεύτηκε.

[λόγ. < ελνστ. ἀνερμήνευτος `ανεξήγητος΄, αρχ. σημ.: `ακατανόητος΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανερμήνευτος, -η, -ο [anermíneftos] (L)
  • ① untranslatable, uninterpretable, inexplicable (ant L ερμηνευτός):
    • ένοιωσα την απερίγραπτη και ανερμήνευτη γοητεία της Aφρικής (Panagiotop) |
    • την δένει μαζί του μια έλξη ανερμήνευτη και μυστική (id.) |
    • μέσα στην ελληνική φιλοσοφία υπάρχει κάτι λογικά ανερμήνευτο (Theodorakop) |
    • είναι ακατάληπτος ο Kύριος, ~ και Παντοδύναμος (Petsalis) |
    • η έκθεση των πλατωνικών θέσεων για τις εικαστικές τέχνες μπορεί να παρουσιαστεί σαν ανερμήνευτη και ασυγχώρητη αντίφαση (Andronikos) |
    • poem ακούσαμε το ανερμήνευτο βαθύ της πλάσης άχτι (Skipis)
  • ② untranslated, uninterpreted, unexplained (ant L ερμηνευμένος):
    • ~ τύπος form not explained |
    • ανερμήνευτη επιγραφή |
    • ανερμήνευτη λέξη, παράσταση |
    • ανερμήνευτο κείμενο untranslated text |
    • δίχως την κίνηση της αρχής ο κόσμος θα έμενε ~ (Theodorakop) |
    • ο Kαντ άφησε ανερμήνευτα τα αναλυτικά στοιχεία της νόησης (Georgoulis) |
    • ο συγγραφέας παρουσιάζει τα πράγματα ανερμήνευτα, ασχολίαστα, αναλλοίωτα (Karantonis) |
    • poem φύγανε | και στα μάτια μας μέσα των βυθών ~ έμεινε ο αστερίας (Elytis)

[der of AG ἀνερμήνευτος, cpd of pref ἀν- & *ἑρμηνευτός (: ἑρμηνεύω); cf other cpds αὐθερμήνευτος, δυσερμήνευτος, εὐερμήνευτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες