Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεργία η [anerjía] Ο25α : η ακούσια αποχή από την εργασία, η έλλειψη απασχόλησης, θέσεων εργασίας: Εποχιακή / περιστασιακή / προσωρινή ~. H κυβέρνηση πήρε μέτρα για την καταπολέμηση της ανεργίας. Mερική ~, που εμφανίζεται σε μερικά μόνο επαγγέλματα. Γενική ~, για όλα ή τα περισσότερα επαγγέλματα. Tαμείο / επίδομα ανεργίας.
[λόγ. < ελνστ. ἀνεργία `έλλειψη δραστηριότητας΄ σημδ. γερμ. Arbeitslosigkeit]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεργία [aneryía] η, (L)
- unemployment, idleness (syn αεργία, ant απασχόληση, ασχολία, εργασία, δουλειά):
- ~ γενική, μερική, περιοδική, προσωρινή |
- θεωρία περί της ανεργίας |
- ασφάλιση, πρόβλημα ανεργίας |
- επίδομα ανεργίας unemployment compensation |
- οι ταξικοί αγώνες, η μόνιμη ~, οι παγκόσμιοι πόλεμοι δεν είναι παρά τα επεισόδια της βιομηχανικής επανάστασης (Theotokas) |
- η ~, η πείνα, η αθλιότητα όλα αυτά του είχαν δώσει αυτόν τον βαθύ, άγριο φόβο (Samarakis) |
- μια απεργία των ανθρακωρύχων μπορεί να φέρει το σταμάτημα των βιομηχανιών μας και την ~ (Evelpidis) |
- μια οικονομική συνέπεια του πολέμου είναι η ~ (Athanasiadis-N) |
- η εφαρμογή του αυτοματισμού στους διαφόρους κλάδους της παραγωγής ρίχνει στο δρόμο και στην ~ χιλιάδες εργαζόμενους (Dizikirikis)
- ⓐ voluntary idleness, inaction (syn απραξία, ant εργασία):
- για να είναι κάποιος ευγενής μπορούσε να θεωρήσει την ~ τίτλο ευγενείας και αρετή (Papantoniou) |
- σ' έναν ποιητή και μακροχρόνιος ακόμα όκνος και ~, είναι προμηνύματα ευφορίας ανυπολόγιστης (Palam)
[fr K ἀνεργία, der of ἄνεργος2]
- unemployment, idleness (syn αεργία, ant απασχόληση, ασχολία, εργασία, δουλειά):