Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεπρόκοπος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανεπρόκοπος -η -ο [aneprókopos] Ε5 : που δεν έχει προκοπή, που δεν προοδεύει· τεμπέλης, αχαΐρευτος. ANT προκομμένος.

[ελνστ. ἀπρόκοπος με αντικατάσταση α- 1 > ανε-]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανεπρόκοπος, -η, -ο [aneprókopos] (D)
  • ① making no progress, getting nowhere, wretched, miserable (syn απρόκοπος, D αχαΐρευτος, ant προκομένος):
    • άμαθος κι ~ λαός, που μήτε το νογούσε το πώς ήρθε σε τούτη την πλάση (Panagiotop) |
    • πήρε οριστικά το δρόμο της ξενιτιάς για να μείνει σ' όλη του τη ζωή ~, χωρίς δική του γη (Venezis) |
    • τόσο τον πίστευε στο βάθος τον εαυτό του ανεπρόκοπο (Terzakis) |
    • όχι βλαστάρια .. της ζητιανιάς σε ξένα περιβόλια, θνησιγενή και ανεπρόκοπα (Melas)
  • ② lazy, slothful, sluggish (syn in ακαμάτης):
    • ~ άνδρας |
    • poem πολυκαμάτης κι ~ κι οι δυο πεθαίνουμε ίδια (Homer Il 9.320 Kaz-Kakr)

[cpd of pref αν- & MG απρόκοπος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες