Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεπιφύλακτος -η -ο [anepifílaktos] Ε5 : που εκδηλώνεται χωρίς επιφυλάξεις ή δισταγμούς: ~ θαυμασμός. Aνεπιφύλακτη συμπαράσταση / εμπιστοσύνη / υποστήριξη. Ο πρωθυπουργός εξέφρασε την ανεπιφύλακτη συμπαράσταση της Ελλάδας στον κυπριακό λαό.
ανεπιφύλακτα ΕΠIΡΡ: Συνιστώ κτ. ~. [λόγ. αν- (δες α- 1) επιφυλακ- (επιφύλαξις) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεπιφύλακτος1 [anepifílaktos] ο, (L)
- unreserved person (ant ο επιφυλακτικός):
- απέναντι σ' αυτούς στάθηκαν οι ανεπιφύλακτοι (Papantoniou)
[substantiv. m of ανεπιφύλακτος2]
- unreserved person (ant ο επιφυλακτικός):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεπιφύλακτος2, -η, -ο [anepifílaktos] (& ανεπιφύλαχτος) (L)
- unconditional, unqualified, unreserved, wholehearted (syn απεριόριστος, ant επιφυλακτικός):
- ~ ενθουσιασμός, έπαινος, θαυμασμός |
- ανεπιφύλακτη αισιοδοξία, αναγνώριση, αποδοχή, άρνηση, ειλικρίνεια, εμπιστοσύνη, παραδοχή, πίστη, συμπάθεια, υπακοή, υποστήριξη |
- ανεπιφύλακτες τιμές |
- ανεπιφύλακτο εγκώμιο |
- με συγκινούν τ' ανεπιφύλακτα κινήματα ενός κριτικού λυρικού ενθουσιασμού (Palam) |
- ο νατουραλιστής εξογκώνει ή παραμορφώνει το κακό για να προκαλέσει έτσι την ανεπιφύλακτη καταδίκη του (Sachinis) |
- η προσχώρηση του Π. στο ψυχαρικό κήρυγμα ποτέ δεν έγινε πλήρης και ανεπιφύλαχτη (Chourmouzios) |
- η γαλλική κριτική ξέσπασε σε ανεπιφύλακτους πανηγυρισμούς (Athanasiadis-N) |
- η ιωνική τέχνη ήταν πιο αδέσμευτη και ανεπιφύλαχτη στο μεταχείρισμα ρεαλιστικών ατομικών γνωρισμάτων παρά η αττική (Karouzos) |
- οι Aθηναίοι λόγιοι δίνονται ανεπιφύλακτοι στις ρομαντικές υπερβολές (Dimaras)
[fr kath (neol]
- unconditional, unqualified, unreserved, wholehearted (syn απεριόριστος, ant επιφυλακτικός):