Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεπιτηδειότητα η [anepitiδiótita] Ο28 : η έλλειψη επιτηδειότητας· αδεξιότητα, ακαταλληλότητα. ANT επιτηδειότητα.
[λόγ. < ελνστ. ἀνεπιτηδειότης, αιτ. -ητα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεπιτηδειότητα [anepiti∂iótita] η, (L)
- awkwardness, unskilfulness, clumsiness (syn αδεξιότητα, ant επιτηδειότητα):
- η ανεπιτηδειότητά του με ξάφνιασε |
- μάταια ο ιππότης επικαλέστηκε την ανεπιτηδειότητά του, την τελεία του έλλειψη πείρας (Karyotakis)
[fr kath ανεπιτηδειότης, der of ανεπιτήδειος]
- awkwardness, unskilfulness, clumsiness (syn αδεξιότητα, ant επιτηδειότητα):