Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ανεπιτήδευτος, επίθ.
-
- Που δεν ασκήθηκε (σε κ.)· μη έμπειρος (σε κ.)· άσχετος:
- ανεπιτήδευτος πόθου (Λόγ. παρηγ. L 753).
[μτγν. επίθ. ανεπιτήδευτος. H λ. και σήμ.]
- Που δεν ασκήθηκε (σε κ.)· μη έμπειρος (σε κ.)· άσχετος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεπιτήδευτος -η -ο [anepitíδeftos] Ε5 : που δεν είναι επιτηδευμένος, που είναι απροσποίητος, απλός, φυσικός, αυθόρμητος: Aνεπιτήδευτοι τρόποι. Aνεπιτήδευτη συμπεριφορά. Aνεπιτήδευτο ύφος.
ανεπιτήδευτα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἀνεπιτήδευτος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεπιτήδευτος, -η, -ο [anepití∂eftos] (L)
- unaffected, artless, uncontrived, natural (syn L απροσποίητος, ant L επιτηδευμένος):
- ~ άνθρωπος |
- ανεπιτήδευτη ψυχή |
- ανεπιτήδευτοι τρόποι |
- ανεπιτήδευτη αφήγηση, έκφραση, περιγραφή |
- ανεπιτήδευτη απλότητα, απορία, ευγένεια, καλοσύνη, στάση, χάρη |
- ανεπιτήδευτο ύφος |
- η κομψότητά του φαινόταν ανεπιτήδευτη |
- ο λόγος του είναι απλός, ~, ψιθυριστός (Tsatsos) |
- το σπίτι του είναι χαμηλό, με πολύ απότομες στέγες, με μια ανεπιτήδευτη αυστηρότητα (Venezis) |
- η κλέφτικη ποίηση είναι το ανεπιτήδευτο φανέρωμα ενός ορισμένου οράματος ή τρόπου ζωής (ZLorentzatos) |
- τα ποιήματά του ήταν χυμένα με ανεπιτήδευτη ρυθμική ελευθερία σε λιγοσύλλαβους και άνισους μετρικά στίχους (Karantonis) |
- οι σχέσεις ανάμεσα στα πρόσωπα του μυθιστορήματος είναι απλές, φυσικές, ανεπιτήδευτες (Sachinis) |
- poem .. σκολούσαν | και πλένονταν λιοκαμένοι, ανεπιτήδευτοι, άγριοι (Ritsos) |
- απλός, ~ στους τρόπους (Skipis)
[fr MG ← K ἀνεπιτήδευτος, cpd of pref ἀν- & PatrG ἐπιτηδευτός]
- unaffected, artless, uncontrived, natural (syn L απροσποίητος, ant L επιτηδευμένος):