Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεπιστημονικός -ή -ό [anepistimonikós] Ε1 : που δε στηρίζεται στα δεδομένα της επιστήμης, που δε γίνεται σύμφωνα με τους όρους και τους κανόνες της. ANT επιστημονικός: Aνεπιστημονική ανάλυση της οικονομικής κρίσης.
ανεπιστημονικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀνεπιστημονικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεπιστημονικός, -ή, -ό [anepistimonikós] (L)
- unscholarly, unscientific (syn αντιεπιστημονικός 2, ant επιστημονικός):
- ανεπιστημονική θεωρία |
- ανεπιστημονικό δίδαγμα |
- ανεπιστημονική εξήγηση των κοινωνικών φαινομένων |
- αποκήρυξαν τον ελληνικό σοσιαλισμό, λέγοντας πως είναι ένας σοσιαλισμός επιπόλαιος και ~ (Theotokas) |
- για τον Έλληνα Kέλσο η χριστιανική πίστη είναι άλογη και τυφλή, είναι αφιλοσόφητη και ανεπιστημονική (Theodorakop) |
- η ιστορία είναι η πιο ανεπιστημονική μάθηση από όλες τις επιστήμες, αλλά προσφέρει πολλά αξιομάθητα πράγματα (Evelpidis)
[fr kath ανεπιστημονικός ← AG, cpd of pref ἀν- & AG ἐπιστημονικός]
- unscholarly, unscientific (syn αντιεπιστημονικός 2, ant επιστημονικός):