Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεπισκεύαστος -η -ο [anepiskévastos] Ε5 : που δεν τον έχουν επισκευάσει, που δεν τον έχουν επιδιορθώσει. ANT επισκευασμένος: Tο σπίτι έμεινε ανεπισκεύαστο μετά τους σεισμούς.
[λόγ. αν- (δες α- 1) επισκευασ- (επισκευάζω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεπισκεύαστος, -η, -ο [anepiscévastos] (L)
- irreparable:
- το έπιπλο αυτό είναι ανεπισκεύαστο
- ⓐ unrepaired:
- ανεπισκεύαστο τραπέζι |
- χρόνια τώρα το σπίτι μας είναι ανεπισκεύαστο
[fr kath (neol) ανεπισκεύαστος, cpd of pref ἀν- & AG ἐπισκευαστός (: AG ἐπισκευάζω)]
- irreparable: