Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεπιμέλητος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ανεπιμέλητος, επίθ.
  • Aφρόντιστος· εξασθενημένος, αδύνατος:
    • ο ιέραξ υπό μόχθου ανεπιμέλητος (Iερακοσ. 37928).

[<στερ. αν‑ + επιμελούμαι. H λ. τον 5.-6. αι. (DGE) και σε σχόλ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες