Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεπιθύμητος -η -ο [anepiθímitos] Ε5 : που προκαλεί δυσαρέσκεια: Aνεπιθύμητες επισκέψεις. Aνεπιθύμητη συνάντηση. || (ειδικότ., για αλλοδαπό) που η παραμονή του σε μια χώρα δεν είναι ανεκτή: H κυβέρνηση απέλασε τον ανεπιθύμητο πρόξενο. || Aνεπιθύμητες παρενέργειες, για φάρμακο.
[λόγ. < ελνστ. ἀνεπιθύμητος `που δεν επιθυμεί΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεπιθύμητος1 [anepiθímitos] ο, (L)
- undesirable person (ant o επιθυμητός):
- οι Pωμαίοι είχαν τη Mολδοβλαχία για τόπον εξορίας των ανεπιθυμήτων (Papatsonis) |
- η μοναξιά σε φέρνει σε σημείο να περιμένεις τον ανεπιθύμητο (Moatsou-V) |
- στην παρέλαση των ανεπιθύμητων είναι φανερός ο διαχωρισμός ανάμεσα στους παράσιτους και τους φαύλους (FKakridis) |
- poem φρόντιζε ν' απομακρύνεις τους ανεπιθύμητους, | χωρίς να τους εξολοθρεύεις (Tryfonas)
[substantiv. m of ανεπιθύμητος2]
- undesirable person (ant o επιθυμητός):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεπιθύμητος2, -η, -ο [anepiθímitos] (L)
- undesirable, unwanted, objectionable (ant L επιθυμητός):
- ~ γάμος |
- ~ επισκέπτης, ερχομός, ξένος, συμπολίτης, σύντροφος |
- ~ χειμώνας |
- ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη |
- ανεπιθύμητη δουλειά |
- ανεπιθύμητη εμφάνιση, επίσκεψη, ενέργεια, επίπτωση, κατάσταση, παρουσία, συμβίωση, συντροφιά |
- ανεπιθύμητη σκέψη, συμβουλή |
- ανεπιθύμητο γράμμα |
- ανεπιθύμητο πρόσωπο undesirable person, persona non grata |
- η εφιαλτική επταετία ακόμα και σαν ανάμνηση είναι κάτι ανεπιθύμητο |
- είχε κουραστεί απ' την προσπάθεια μιας ανεπιθύμητης ζωής (Karagatsis) |
- ο Πλάτων είχε θεωρήσει ανεπιθύμητη στην πολιτεία του την ευχαρίστηση που δοκιμάζει ο άνθρωπος από τα τρομερά και οδυνηρά θεάματα (Papanoutsos) |
- εγώ ήμουν το ξένο σώμα, ο άνθρωπος της πολιτείας, ένας αλεξιπτωτιστής και επιθυμητός και ~ (Panagiotop) |
- οι οργίλοι είναι δυσάρεστοι και ανεπιθύμητοι σαν τον κεραυνό γιατί εκπροσωπούνε τη θύελλα (Vrettakos) |
- όλοι θα καταντούσαμε μια μέρα γέροι κι ανεπιθύμητοι όπως εκείνοι (Tachtsis) |
- οι διορισμένοι Tούρκοι διαχειριστές των βακουφίων στη Δυτική Θράκη είναι ανεπιθύμητοι στους Tούρκους (Palaiologos) |
- poem να καταντάω ~, μόλις ανεκτός | γι' άλλους επικίνδυνους .. (Patrikios) |
- ποιος είναι άξιος να μας απαλλάξει | από τούτο τον ανεπιθύμητο εναγκαλισμό; (Athanasoulis)
[fr kath ανεπιθύμητος ← K ἀνεπιθύμητος, cpd of pref ἀν- & AG ἐπιθυμητός (: ἐπιθυμῶ)]
- undesirable, unwanted, objectionable (ant L επιθυμητός):