Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεπιείκεια
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανεπιείκεια η [anepiíkia] Ο27 : η έλλειψη επιείκειας· αυστηρότητα.

[λόγ. < αρχ. ἀνεπιείκεια]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανεπιείκεια [anepiícia] η, (L)
  • harshness, inclemency, mercilessness (near-syn αυστηρότητα, ant L επιείκεια):
    • το τραγικό κεφάλι του Xριστού του Aλόνσο Kάνο για τον κληρικό που δικάζει στην Iερά Eξέταση είναι σαν κήρυγμα ανεπιεικείας (Papantoniou) |
    • βρίσκουμε και σ' αυτό το έργο τα θύματα μιας κοινότητας που διέπεται από κακεντρέχεια κι ~ (EIR Taxidia)

[fr kath ανεπιείκεια ← AG (Demosth.), der of AG ἀνεπιεικής; cf ἐπιείκεια fr ἐπιεικής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες