Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεπηρέαστος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
ανεπηρέαστος, επίθ.
  • Που δεν επηρεάζεται, απείραχτος:
    • (Iστ. πατρ. 8210).

[μτγν. επίθ. ανεπηρέαστος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανεπηρέαστος -η -ο [anepiréastos] Ε5 : (για πργ. ή πρόσ.) α. που δεν επηρεάστηκε από άλλον, που δεν επέδρασε πάνω του κάποιος ή κτ., ώστε να τον μεταβάλει ή να τον αλλοιώσει. ANT επηρεασμένος: H απόφασή του δεν είναι εντελώς ανεπηρέαστη από τα τελευταία γεγονότα. Παρά την αύξηση της παραγωγής οι τιμές των αγαθών έμειναν ανεπηρέαστες. Δεν κρίνουμε πάντα ανεπηρέαστοι από προσωπικές συμπάθειες. β. που δεν επηρεάζεται, δε δέχεται την επίδραση άλλου, ώστε να αλλάξει: H δικαιοσύνη είναι ανεπηρέαστη από την πολιτική. ~ και δίκαιος κριτής. ανεπηρέαστα ΕΠIΡΡ χωρίς επηρεασμό: Kρίνω / σκέπτομαι ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀνεπηρέαστος `άβλαβος΄ σημδ. αγγλ. unaffected]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανεπηρέαστος, -η, -ο [anepiréastos] (L)
  • unaffected, uninfluenced, unswayed (syn απροκατάληπτος,:
    • η δικαιοσύνη είναι ανεπηρέαστη από την πολιτική |
    • πρέπει να το σκεφτείς ~ |
    • ο ηρωικός άνθρωπος είν' εκείνος που μπορεί και κρατεί το εγώ του ανεπηρέαστο από καθετί άλλο (Palam) |
    • το κοινό αφέθηκε ήσυχο, ανεπηρέαστο, να κρίνει (Xenop) |
    • η φυσιογνωμία του I. Δραγούμη δεν μπορούσε ν' αφήσει ανεπηρέαστη την ελληνική νιότη (Theotokas) |
    • ο Δημόκριτος δεν άφησε ανεπηρέαστο ούτε τον Πλάτωνα ούτε τον Aριστοτέλη (Papatsonis) |
    • ο θάνατος ενός μεγάλου είναι το κίνητρο για ένα περισσότερο ανεπηρέαστο αντίκρυσμα της εποχής του (Chourmouzios) |
    • απ' τη μουσική απόλαυση δεν μένουν ανεπηρέαστες και οι οργανικές λειτουργίες (Papanoutsos) |
    • η παρακμή της θεωρητικής φιλοσοφίας άφησε το έδαφος ελεύθερο για να αναπτυχθούν ανεπηρέαστες από θεωρητικές προκαταλήψεις οι πνευματικές επιστήμες (Georgoulis) |
    • η υπέρτατη αρετή του κριτικού είναι να διασώζει και μέσα στο θαυμασμό του αμόλευτο και ανεπηρέαστο το κριτικό του αισθητήριο (Panagiotop) |
    • θα θέλαμε τον πνευματικό άνθρωπο ανεπηρέαστο και ελεύθερο (Tsatsos) |
    • το πνεύμα πρέπει να είναι καθαρό, ανεπηρέαστο και ερευνητικό (Louros) |
    • κανένας άνθρωπος δε μένει αδιάφορος και ~ από τη ζωή (Kasimatis) |
    • ο K. δεν μπόρεσε να μείνει ~ από το πνεύμα του ρομαντισμού της εποχής του (Sachinis)

[fr MG ανεπηρέαστος ← K, PatrG, cpd of pref ἀν- & *ἐπηρεαστός (cf PatrG ἐπηρεαστός, 6th c. AD)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες