Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεπαρκής -ής -ές [aneparkís] Ε10 : που, από ποσοτική ή ποιοτική άποψη, δεν επαρκεί, δεν είναι αρκετός ή επαρκής για να καλύψει κάποιες ανάγκες ή για να κάνει κτ.: Aνεπαρκή τρόφιμα / εφόδια, λίγα. ~ συλλογισμός, ελλιπής ή αδύνατος. ~ υπάλληλος. Aνεπαρκείς δυνάμεις. Δεν μπορεί να κρίνει κανείς σωστά με βάση ανεπαρκείς πληροφορίες.
(λόγ.) ανεπαρκώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. αν- (δες α- 1) επαρκής μτφρδ. γαλλ. insuffisant· λόγ. ανεπαρκ(ής) -ώς]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεπαρκής, -ής, -ές [aneparcís] (L)
- inadequate, insufficient, deficient (syn L ελλιπής, ant L επαρκής):
- ~ έλεγχος, μισθός |
- ~ κατοικία |
- ~ κατάθεση, παιδεία, παραγωγή |
- ~ μέθοδος διδασκαλίας |
- ανεπαρκές υλικό |
- ~ δικαιολογία poor excuse |
- γραφείο με ανεπαρκές προσωπικό understaffed office |
- γλωσσικά και αισθητικά ανεπαρκείς φιλόλογοι |
- σου γράφω τις ασυνάρτητες αυτές και ολωσδιόλου ανεπαρκείς γραμμές (Palam) |
- ακόμη και ο αυτόπτης μάρτυρας, ακόμη και ο δράστης ή ο άμεσος συνεργός είναι ~ (Panagiotop) |
- γλύτωσε γιατί η ποσότης του δηλητηρίου μετά το καθάρισμα ήταν ~ (Melas) |
- η λογική πορεία είναι ~ για να φτάσουμε στο Θεό (Tatakis) |
- οι γνωστές ελληνικές προλήψεις ήταν ανεπαρκείς να πλαισιώσουν την αφάνταστη γκίνια του (Karagatsis) |
- αυτή η απλή ενημέρωση είναι ακαθόριστη και ~ (Thrylos) |
- ο καθένας εύρισκε κάποια αβέβαιη και ανεπαρκή απάντηση (Papatsonis) |
- η μετασχολική ιστορική τους μόρφωση είναι ~, αν όχι μηδαμινή (Vacalop) |
- τα χρόνια που έζησε ήταν ανεπαρκή για το έργο που επωμίστηκε (Argyriou) |
- οι οικονομικές μονάδες που υπάρχουν σήμερα είναι ανεπαρκείς (PSolomos) |
- το ποσοστό του εθνικού εισοδήματος που διατίθεται για επενδύσεις είναι ανεπαρκές (Angelop) |
- τη θέση του Aριστοτέλη απέναντι στο μεγάλο πρόβλημα της αθανασίας της ψυχής κρίνει ο Πλήθων ανεπαρκέστατη (Kanellop) |
- ανεπαρκέστατα μέσα μεταφοράς |
- οι μεγάλοι χώροι υποδοχής στα παλάτια ήταν ακατοίκητοι το χειμώνα και οι θερμάστρες ήταν παντού ανεπαρκέστατες (Louros)
[fr kath (neol]
- inadequate, insufficient, deficient (syn L ελλιπής, ant L επαρκής):