Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεπανάληπτος -η -ο [anepanáliptos] Ε5 : που υπερέχει τόσο πολύ, ώστε είναι αδύνατη η επανάληψή του· ασύγκριτος, υπέροχος: H παράσταση ενθουσίασε τους πάντες· ήταν πραγματικά ανεπανάληπτη. || (για πρόσ.) αμίμητος: ~ κωμικός.
ανεπανάληπτα ΕΠIΡΡ ασύγκριτα, υπέροχα: ~ ωραίος. [λόγ. αν- (δες α- 1) επαναληπ- (επανάληψις) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεπανάληπτος, -η, -ο [anepanáliptos] (L)
- not repeated, unequaled, unique (syn μοναδικός, αδευτέρωτος):
- ανεπανάληπτο φαινόμενο |
- η Eλλάδα, ανεπανάληπτο θαύμα και δίδαγμα |
- το πνεύμα είναι σε κάθε του στιγμή ανεπανάληπτο (Tsatsos) |
- ο άνθρωπος είναι απόλυτη αξία και ανεπανάληπτη αξία (Theodorakop) |
- ο άνθρωπος πάντοτε όμοιος με τον εαυτό του και πάντοτε ~ (Dimaras) |
- μοναδικός και ~ ο καθένας μας (Palaiologos) |
- η θεία, η μοναδική, η ανεπανάληπτη ατομικότητα (Tsatsos) |
- η ανεπανάληπτη οντότητά μας (Thrylos) |
- μοναδική και ανεπανάληπτη προσωπικότητα |
- ο φιλόλογος αντικρύζει τη γλώσσα σα δημιουργία ατομική στην ανεπανάληπτη μορφή της (Kakridis) |
- ανεπανάληπτη ζωή, ανεπανάληπτη φυσιογνωμία |
- ~ λόγος |
- ~ είναι ο Bόσπορος |
- ο ~ τρούλος της Aγίας Σοφίας |
- ανεπανάληπτη διατύπωση, σύνθεση |
- ανεπανάληπτο γεγονός, περιστατικό |
- τα ανεπανάληπτα συμβαίνοντα, περασμένα |
- τα ιστορικά φαινόμενα είναι μοναδικά και ανεπανάληπτα (Karouzos) |
- κάτι το ανεπανάληπτο |
- οι καλλιτέχνες μιας ανεπανάληπτης εποχής |
- κάθε έργο είναι ανεπανάληπτο |
- ύφος μοναδικό, ανεπανάληπτο |
- ανεπανάληπτα πρότυπα, σχήματα, χρώματα |
- ανεπανάληπτες καλλιτεχνικές επιδόσεις |
- ανεπανάληπτες επιτυχίες |
- η μεγάλη και ανεπανάληπτη ώρα του Oμήρου (Kanellop) |
- ανεπανάληπτες χαρές |
- αρμονία και χάρη ανεπανάληπτη στην πτύχωση (Despinis, adapted) |
- η ανεπανάληπτη μοναδικότητα του ανθρώπου (Thrylos) |
- poem όραμα φαντασμαγορικό, ανεπανάληπτο! | ιστορική οπτασία ανεξάλειπτη! (Athanas)
[fr kath ανεπανάληπτος (neol), cpd of ἀν- & K *ἐπαναληπτός (whence der επαναληπτ-ικώς]
- not repeated, unequaled, unique (syn μοναδικός, αδευτέρωτος):