Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεπαίσθητος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανεπαίσθητος -η -ο [anepésθitos] Ε5 : που είναι τόσο μικρός, ώστε μόλις που γίνεται αντιληπτός ή αισθητός: Aνεπαίσθητη διαφορά, δυσδιάκριτη, ασήμαντη. Aνεπαίσθητη ζημιά. Aνεπαίσθητο βάρος, ελάχιστο. Aνεπαίσθητη δόνηση / κίνηση. Aνεπαίσθητο άγγιγμα / μουρμούρισμα / μειδίαμα. ~ ψίθυρος. ανεπαίσθητα & (λόγ.) ανεπαισθήτως ΕΠIΡΡ με τρόπο ανεπαίσθητο ή ελάχιστα, ασήμαντα. ANT αισθητά: Tα δυο σχέδια ήταν τόσο ~ διαφορετικά που δεν ξεχώριζε το ένα από το άλλο.

[λόγ. < ελνστ. ἀνεπαίσθητος, ἀνεπαισθήτως]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανεπαίσθητος, -η, -ο [anepésθitos] (L)
  • unperceivable, imperceptible, slight, little, faint, negligible (syn ασήμαντος, παραμικρός, ολίγος, ant αισθητός, σημαντικός, σοβαρός):
    • ανεπαίσθητη επίδραση, ζημία, φθορά |
    • ανεπαίσθητη βιαιότητα, διέγερση, κίνηση, χειρονομία, χλωμάδα, ωχρότητα |
    • ανεπαίσθητη διαφορά |
    • ανεπαίσθητες προστριβές |
    • μια ανεπαίσθητη πνοή |
    • ανεπαίσθητη φωνή |
    • ανεπαίσθητη αύρα |
    • ανεπαίσθητη ευωδία (της ανεμώνας), ανεπαίσθητη μυρωδιά γαρίφαλου |
    • ~ ήχος, θόρυβος, κραδασμός, παλμός, στεναγμός, ψίθυρος |
    • ανεπαίσθητο αεράκι, κυματάκι |
    • ~ πόνος, βόγγος |
    • ανεπαίσθητη ταραχή, μελαγχολία |
    • ανεπαίσθητο χαμόγελο |
    • ανεπαίσθητη πρόοδος |
    • ανεπαίσθητη παρέκκλιση |
    • ανεπαίσθητα ψεγάδια |
    • εστοχάστηκα μ' έναν ανεπαίσθητο τρόπο λιμάνια, πολιτείες κλ (Fteris) |
    • για φτασμένες καλλιτέχνιδες αυτές οι πολύ φίνες, οι ανεπαίσθητες αποχρώσεις έχουν αποφασιστική σημασία (Athanasiadis-N) |
    • μιλούσε με ανεπαίσθητη ξενική προφορά (KPolitis) |
    • λέει με μια ανεπαίσθητη τραχύτητα στη φωνή (Tsirkas) |
    • τα κελιά δεν φωτίζονται καθόλου από το ανεπαίσθητο φέγγος της μέρας (Thrylos) |
    • στα μονόχρωμα αγγεία κάποτε διακρίνονται ανεπαίσθητες ραβδώσεις από το εργαλείο της στίλβωσης (DLazaridis) |
    • το βλέμμα του οπλισμένο με μια σχεδόν ανεπαίσθητη διάθεση σαρκασμού (Theotokas)

[fr kath ανεπαίσθητος ← K ἀνεπαίσθητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες