Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεπαίσθητα [anepésθita] adv (L)
- imperceptibly, insensibly, unnoticeably, slightly (ant αισθητά 1):
- ανηφόριζαν σιγά σιγά κι ~ |
- προχώρησα αργά, σχεδόν ~ |
- χιονίζει ~ |
- η νύχτα απλώνονταν ~ |
- κουνάει ~ το κεφάλι του |
- σήκωσε ~ τους ώμους |
- το δεξί του χέρι έτρεμε ~ |
- χαμογέλασε ~ |
- το παράθυρο έτριζε ~ |
- κάτι το ~ γαλάζιο |
- ~ κυλάει ο χρόνος |
- ~ άρχιζε ο τρόμος να υποχωρεί στην εμπιστοσύνη (Delmouzos) |
- τα έργα της αρχαίας λογοτεχνίας τελείωναν σε χαμηλό τόνο, κάποτε τόσο ~ που δεν το καταλάβαινε κανείς εύκολα (Maronitis)
[der of L ανεπαίσθητος; cf ανεπαισθήτως]
- imperceptibly, insensibly, unnoticeably, slightly (ant αισθητά 1):