Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεπίτρεπτος -η -ο [anepítreptos] Ε5 : που δεν επιτρέπεται ή που δεν είναι δυνατόν να επιτραπεί ή να γίνει αποδεκτός· απαράδεκτος. ANT επιτρεπτός: H συμπεριφορά του ήταν ανεπίτρεπτη. H επιβολή απόψεων με τη βία είναι ανεπίτρεπτη.
ανεπίτρεπτα ΕΠIΡΡ: Tο μορφωτικό τους επίπεδο είναι ~ χαμηλό. [λόγ. επίθ. < ελνστ. επίρρ. ἀνεπιτρέπτ(ως) -ος (αναδρ. σχημ.)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεπίτρεπτος, -η, -ο [anepítreptos] (L)
- impermissible, unallowable (ant L επιτρεπτός):
- ανεπίτρεπτη δειλία, δημαγωγία, διαγωγή, εκδήλωση, επέμβαση, πολυτέλεια, πρόκληση, συμπεριφορά |
- ανεπίτρεπτο σφάλμα |
- η γεννητικότης έχει κατέλθει σε ανεπίτρεπτα επίπεδα |
- ανεπίτρεπτες θυσίες ελληνικών συμφερόντων |
- η δημιουργία συγχύσεως είναι ανεπίτρεπτη |
- είναι ~ ο επηρεασμός του φρονήματος του λαού |
- ο Δ. αντιδιαστέλλει εύστοχα την ανεπίτρεπτη απομόνωση του πνευματικού ανθρώπου από την υποχρέωσή του να γνοιάζεται τους άλλους (Terzakis) |
- μερικά φερσίματα των νέων τα νομίζουν ανεπίτρεπτες ελευθεριότητες οι φρουροί της ηθικής (Panagiotop) |
- θα ήταν ανεπίτρεπτη επιπολαιότητα να ισχυριστούμε ότι τα προβλήματα του νεοελληνικού επιστημονικού λόγου θα λύνονταν διά μαγείας αν αποφάσιζαν οι επιστήμονές μας να γράψουν ή να μεταγράψουν τα κείμενά τους στη δημοτική (Maronitis) |
- απ' όλες τις νοθείες η πιο ανεπίτρεπτη είναι η παραποίηση της ποίησης (Papanoutsos) |
- με την καθαρεύουσα ανοίγει ένα χάσμα ανάμεσα στους λόγιους και στον απλό λαό ανεπίτρεπτο (Kakridis)
[fr kath (neol) ανεπίτρεπτος, cpd of pref αν- & *επιτρεπτός (: επιτρέπω); cf der επιτρεπτ-ικός and AG ἐπιτρεπτ-έον]
- impermissible, unallowable (ant L επιτρεπτός):