Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεπίτευκτος -η -ο [anepítefktos] Ε5 : που δεν επιτεύχθηκε, δεν πραγματοποιήθηκε ή που δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί: Οι αρχικοί στόχοι έμειναν τελικά ανεπίτευκτοι.
[λόγ. < ελνστ. ἀνεπίτευκτος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεπίτευκτος, -η, -ο [anepítefktos] (L)
- unachievable, unattainable (near-syn ακατόρθωτος, ant L επιτευκτός):
- ~ σκοπός |
- ανεπίτευκτη οικείωση προς τον αναγνώστη |
- θέτουν όρους ανεπίτευκτους |
- η ανησυχία μαρτυρεί πως η ισορροπία είναι ανεπίτευκτη (Terzakis) |
- είναι ανεπίτευκτο να δώσω σ' ένα κεφάλαιο εικόνα και του ανθρώπου και του έργου (Panagiotop) |
- το τέρμα της γνώσης είναι ανεπίτευκτο (Theodorakop)
[fr kath ανεπίτευκτος ← LK ἀνεπίτευκτος (2nd c. AD), cpd of pref ἀν- & *ἐπιτευκτός; cf AG ἐπιτευκτ-ικός]
- unachievable, unattainable (near-syn ακατόρθωτος, ant L επιτευκτός):