Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεπίσημα [anepísima] adv
- informally, unofficially (ant επίσημα):
- ο τάδε θα επισκεφθεί ~ την Eλλάδα και την Kύπρο |
- πρώτος μίλησε ο Bαρδέκης ~, χωρίς να σηκωθεί από τη θέση του (Theotokas) |
- ισχυρίσθηκε, επίσημα κι ~, πως μόνος του βρήκε τ' αχνάρια του ληστή (Karagatsis) |
- τον ευλογεί και τον Hσαύ, αλλά κάπως ~ (Stasinop) |
- η αθηναϊκή δημοκρατία φρόντιζε, επίσημα ή ~, δικοί της άνθρωποι να ρυθμίζουν τα νομοθετικά των μικρότερων πόλεων (FKakridis)
[der of ανεπίσημος]
- informally, unofficially (ant επίσημα):