Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεπίλυτος -η -ο [anepílitos] Ε5 : που δεν έχει λύση· άλυτος: Aνεπίλυτες διαφορές. Aνεπίλυτο πρόβλημα / ζήτημα.
[λόγ. < ελνστ. ἀνεπίλυτος `που δεν του έχει αφαιρεθεί ο επίδεσμος΄ κατά τη σημ. της λ. επιλύω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεπίλυτος, -η, -ο [anepílitos] (L)
- unsolved, unresolved, unsolvable, unresolvable (syn άλυτος, ant λυμένος):
- ανεπίλυτη αντίθεση, διαφωνία |
- ανεπίλυτο ζήτημα |
- είναι ένα πρόβλημα από εκείνα που χρόνια παραμένουν ανεπίλυτα στη δεοντολογία μας (Dimaras) |
- η αντίφαση που περιέχεται σ' αυτή την πρόταση είναι το ίδιο ανεπίλυτη όσο η αντίφαση της ζωής (Prevelakis) |
- ο πατέρας υπερκέραζε φαινομενικά τέτοια παραδεδεγμένα ανεπίλυτη αντίθεση (RApostolidis)
[fr K ἀνεπίλυτος, cpd of pref ἀν- & K ἐπίλυτος]
- unsolved, unresolved, unsolvable, unresolvable (syn άλυτος, ant λυμένος):