Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ανεπίληπτος, επίθ.
-
- Που δεν είναι επιλήψιμος, άμεμπτος, ακέραιος:
- (Aξαγ., Kάρολ. E´ 983).
[αρχ. επίθ. ανεπίληπτος]
- Που δεν είναι επιλήψιμος, άμεμπτος, ακέραιος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεπίληπτος -η -ο [anepíliptos] Ε5 : που είναι αδύνατο να τον κατηγορήσει ή να τον ψέξει κάποιος· άμεμπτος, άψογος. ANT επιλήψιμος: Aνεπίληπτη διαγωγή / συμπεριφορά.
[λόγ. < αρχ. ἀνεπίληπτος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεπίληπτος, -η, -ο [anepíliptos] (L)
- blameless, impeccable, irreproachable (syn L άμεμπτος, ανεπαίσχυντος, άψογος, ant L επιλήψιμος):
- ~ άνδρας, άνθρωπος, κριτής, ποιητής |
- ηγέτης ~ σε ήθος |
- ~ στίχος |
- ανεπίληπτη αφοσίωση, διαγωγή, εμφάνιση, στάση, συμπεριφορά |
- αγνή, ανεπίληπτη ψυχή |
- άσκησε το αξίωμα του προέδρου κατά τρόπο ανεπίληπτο |
- ποτέ δεν μπόρεσε να θεωρήσει τον εαυτό του ανεπίληπτο απέναντι σ' αυτά τα παιδιά (Terzakis) |
- ο έρωτας του ποιητή ήταν αγνός και ~ (Kanellop) |
- ο Φειδιππίδης διάλεξε ένα απόσπασμα από τον Eυριπίδη με όχι και τόσο ανεπίληπτο περιεχόμενο (Kakridis) |
- ο A. υποστήριξε τα νέα μέτρα με πεποίθηση και με ανεπίληπτη προσήνεια (Papanoutsos) |
- οι αρχές κι ο στρατός στάθηκαν ανεπίληπτοι στο ύψος της αποστολής τους (Christidis)
[fr MG ← K, AG ἀνεπίληπτος, cpd of pref ἀν- & *ἐπιληπτός (cf AG ἐπιληπτ-έον)]
- blameless, impeccable, irreproachable (syn L άμεμπτος, ανεπαίσχυντος, άψογος, ant L επιλήψιμος):