Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεπίγνωστα [anepíγnosta] adv (L)
- unconsciously, unknowingly (syn χωρίς επίγνωση, ασύνειδα, L ανεπίγνωτα,:
- η πιο ασήμαντη ψυχολογικά ή κοινωνικά γυναίκα μπορεί να είναι, ~, ένα σκεύος ιερό, διαλεγμένο άνωθεν για την ύπατη θυσία του αίματος (Terzakis) |
- ακολουθώντας ~ το Λούθηρο και ο Έγελος μηδενίζει την προσωπικότητα (Georgoulis) |
- γυμνάζει ~ την καρδιά του με μακρές πορείες στους ελαιώνες (Melas) |
- όπου ο Παλαμάς είναι υποχρεωμένος να περιορισθεί, γίνεται, ίσως ανεπίγνωστά του, γνωμικός ή αφοριστικός (Chourmouzios) |
- εκείνο που περιμένει ο μαθητής, ας είναι και ~, είναι κάτι πολύ πιο πλατύ και πολύ πιο βαθύ από το να πλουτίσει το μυαλό του με ορισμένα γνωστικά στοιχεία (Kakridis)
[der of ανεπίγνωστος; cf kath ← K ἀνεπιγνώστως]
- unconsciously, unknowingly (syn χωρίς επίγνωση, ασύνειδα, L ανεπίγνωτα,: