Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεπίγνωστα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανεπίγνωστα [anepíγnosta] adv (L)
  • unconsciously, unknowingly (syn χωρίς επίγνωση, ασύνειδα, L ανεπίγνωτα,:
    • η πιο ασήμαντη ψυχολογικά ή κοινωνικά γυναίκα μπορεί να είναι, ~, ένα σκεύος ιερό, διαλεγμένο άνωθεν για την ύπατη θυσία του αίματος (Terzakis) |
    • ακολουθώντας ~ το Λούθηρο και ο Έγελος μηδενίζει την προσωπικότητα (Georgoulis) |
    • γυμνάζει ~ την καρδιά του με μακρές πορείες στους ελαιώνες (Melas) |
    • όπου ο Παλαμάς είναι υποχρεωμένος να περιορισθεί, γίνεται, ίσως ανεπίγνωστά του, γνωμικός ή αφοριστικός (Chourmouzios) |
    • εκείνο που περιμένει ο μαθητής, ας είναι και ~, είναι κάτι πολύ πιο πλατύ και πολύ πιο βαθύ από το να πλουτίσει το μυαλό του με ορισμένα γνωστικά στοιχεία (Kakridis)

[der of ανεπίγνωστος; cf kath ← K ἀνεπιγνώστως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες