Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεπίβατος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ανεπίβατος, επίθ.
  • Άβατος, απροσπέλαστος:
    • ανεπίβατον βουνόν (Kαλλίμ. 79).

[μτγν. επίθ. ανεπίβατος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες