Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεπάγγελτος -η -ο [anepángeltos] Ε5 : που δεν ασκεί, δεν έχει επάγγελμα.
[λόγ. αν- (δες α- 1) επάγγελ(μα) -τος (διαφ. το ελνστ. ἀνεπάγγελτος `απρόσκλητος΄)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεπάγγελτος1 [anepá˜geltos] ο, (L)
- one having no occupation
[substantiv. m of adj ανεπάγγελτος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεπάγγελτος2, -η, -ο [anepá˜geltos] (L)
- having no occupational skill, practising no occupation, professionless:
- νέος εικοσιτεσσάρων ετών ( |
- άνθρωπος ( στις Eνωμένες Πολιτείες δεν έχει υπόληψη (Theotokas) |
- ο ~ αλλά πανέξυπνος Kαραγκιόζης δε βρίσκει δουλειά (Ioannou)
[fr kath ανεπάγγελτος, neol (not fr AG ἀνεπάγγελτος) ← cpd of ἀν- & ἐπαγγελτός]
- having no occupational skill, practising no occupation, professionless: