Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεξόφλητος -η -ο [aneksóflitos] Ε5 : α.(για χρέος κτλ.) που δεν τον εξόφλησαν· απλήρωτος, αξόφλητος: Aνεξόφλητα γραμμάτια. Aνεξόφλητες συναλλαγματικές. || (για πρόσ.) που δεν του εξόφλησαν αυτά που του χρωστάνε: Έχει ανεξόφλητο τον μπακάλη. β. (μτφ., για υπηρεσία, εκδούλευση κτλ.) που δεν ανταποδόθηκε: Σου ΄χω πολλές χάρες ανεξόφλητες. || που δεν εξόφλησαν το αντίτιμο της αγοράς του: Έχει το σπίτι του ανεξόφλητο.
[λόγ. αν- (δες α- 1) εξοφλη- (εξοφλώ) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεξόφλητος, -η, -ο [aneksóflitos] (L)
- ① not paid back, unpaid, uncleared (syn αξόφλητος, απλήρωτος, ant ξοφλημένος, πληρωμένος):
- ανεξόφλητο χρέος, ανεξόφλητες οφειλές, ~ λογαριασμός |
- ανεξόφλητα γραμμάτια |
- είχε μείνει ένα μικρό υπόλοιπο του βδομαδιάτικου λογαριασμού ανεξόφλητο (PGlezos)
- ⓐ not having collected the due debt, unpaid (syn αξόφλητος, απλήρωτος):
- ο πιστωτής είναι ~ the creditor is not paid-up |
- ο κρεοπώλης έμεινε ~ |
- τον μπακάλη τον άφησες ανεξόφλητο
- ② fig not returned, unreciprocated (syn ανανταπόδοτος):
- ανεξόφλητη καλοσύνη, ευεργεσία |
- τόσες χαρές σου 'χω ανεξόφλητες |
- είναι τόσες οι ανεξόφλητες οφειλές προς τους νέους ανθρώπους που πολέμησαν (Palaiologos) |
- είναι η περιοχή όπου η πειθαρχία του λόγου, μνημειακή και ανεξόφλητη στους αιώνες προσφορά των Eλλήνων προς τον άνθρωπο σώζει από τον ίλιγγο κλ (Terzakis)
[fr kath (Koumanoudis) ανεξόφλητος, cpd of αν- & *εξοφλητός; cf der εξοφλητ-ικός]
- ① not paid back, unpaid, uncleared (syn αξόφλητος, απλήρωτος, ant ξοφλημένος, πληρωμένος):