Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεξομολόγητος s. αξεμολόγητος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεξομολόγητος -η -ο [aneksomolójitos] Ε5 : α.(για πρόσ.) που δεν εξομολογήθηκε σε ιερέα: Ένα μικρό παιδί μπορεί να μεταλάβει ανεξομολόγητο. β. (για πράξη, σκέψη κτλ.) που δεν τον εξομολογήθηκε ή δεν τον εκμυστηρεύτηκε κάποιος σε άλλον: Tον βασάνιζε ο ~ έρωτάς του. Aνεξομολόγητη αδυναμία.
ανεξομολόγητα ΕΠIΡΡ στη σημ. α. [λόγ. < ελνστ. ἀνεξομολόγητος]