Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ανεξιχνίαστος, επίθ.
-
- Που δεν μπορεί να παρακολουθήσει κάποιος τα ίχνη, την κατεύθυνσή του, ανεξακρίβωτος:
- (Kώδ. Xρονογρ. 53).
[μτγν. επίθ. ανεξιχνίαστος. H λ. και σήμ.]
- Που δεν μπορεί να παρακολουθήσει κάποιος τα ίχνη, την κατεύθυνσή του, ανεξακρίβωτος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεξιχνίαστος -η -ο [aneksixníastos] Ε5 : που δεν τον εξιχνίασαν ή που δεν μπορούν να τον εξιχνιάσουν: Aνεξιχνίαστο μυστήριο. Aνεξιχνίαστες αιτίες. Aνεξιχνίαστοι σκοποί. Aνεξιχνίαστες οι βουλές του Θεού, ανεξερεύνητες. Tο έγκλημα θα έμενε ανεξιχνίαστο, αν ο δολοφόνος δεν ομολογούσε.
[λόγ. < ελνστ. ἀνεξιχνίαστος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεξιχνίαστος, -η, -ο [aneksixníastos] (L)
- ① difficult to trace, untraceable, inexplorable, unsearchable, fathomless, inscrutable (syn ανεξερεύνητος, κλειστός, μυστηριώδης, σκοτεινός):
- ανεξιχνίαστο μυστήριο, μυστικό, έγκλημα |
- ανεξιχνίαστα σχέδια, σχεδιαγράμματα, βάθη |
- ανεξιχνίαστοι σκοποί, ορίζοντες |
- ανεξιχνίαστη αυθεντία, βουλή, βούληση, μοίρα |
- οι ανεξιχνίαστες βουλές της μοίρας |
- ανεξιχνίαστες πτυχές της ζωής των ανθρώπων |
- εκείνοι οι ανεξιχνίαστοι Eτεόκρητες (Panagiotop) |
- το ανεξιχνίαστο βασίλειο του θανάτου (Melas) |
- το βάθος του ανεξιχνίαστου μυαλού του (Roussos) |
- η Φύση δεν είναι πια κάτι το ιερά φοβερό και ανεξιχνίαστο, αλλά προσπελάζεται (Papanoutsos) |
- μυστηριώδεις και ανεξιχνίαστες είναι οι άκριες της ψυχής (id.) |
- να εννοήσομε την ανεξιχνίαστη σύσταση του εσωτερικού μας κόσμου (id.) |
- η ανεξιχνίαστη καλαισθησία του τεχνίτη (Papantoniou) |
- τα όντως όντα όταν μένουν πάντα απροσπέλαστα και ανεξιχνίαστα (id.) |
- είναι σκοτεινά τ' ανεξιχνίαστα φαράγγια του ασυνειδήτου (Dimaras) |
- ο Θεός είναι μυστική πηγή ανεξιχνίαστη (Tatakis) |
- το ανεξιχνίαστο βάθος του πνευματικού ανθρώπου (id.) |
- ο άνθρωπος είναι πλάσμα ανεξιχνίαστο (Terzakis) |
- στο βάθος οι γυναίκες μένουν ανεξιχνίαστες (Evelpidis) |
- poem στου περασμένου το βαθύ σκοτάδι αρχίζει ο κόσμος, | ανεξιχνίαστης μιας μοίρας υποταχτικός (Palam) |
- .. απ' τ' ανεξιχνίαστα βάθη | των βουλών μου πορευόμουν προς εσένα (Melissanthi)
- ② untraced, unprobed, unexplained (syn ανεξερεύνητος, ανεξήγητος, ανερμήνευτος):
- ανεξιχνίαστο μυστήριο a mystery that has not been cleared up, unexplained mystery |
- να κι άλλο σχετικό μυστήριο ανεξιχνίαστο, που το εξιχνίαζε τώρα (Xenop) |
- χωρίς το ψυχολογικό κλίμα ο Πιραντέλλο θα έμενε ίσως για πάντα ~ (Athanasiadis-N) |
- εκείνη η διάσταση του πραγματικού και του πνεύματος για τη Λογική μένει ανεξιχνίαστη (Kelesidou-Galanou)
[fr kath ανεξιχνίαστος ← K (LXX, NT+), cpd of ἀν- & *ἐξιχνιαστός (: ἐξιχνιάζω 'track out')]
- ① difficult to trace, untraceable, inexplorable, unsearchable, fathomless, inscrutable (syn ανεξερεύνητος, κλειστός, μυστηριώδης, σκοτεινός):