Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεξιθρησκία η [aneksiθriskía] Ο25 : η αναγνώριση της ελευθερίας της θρησκευτικής πίστης και της ισοτιμίας των θρησκειών απέναντι στο νόμο: Tο σύνταγμα του 1827 δεν καθιέρωνε απλώς τη θρησκευτική ανοχή αλλά την πλήρη ~.
[λόγ. ανεξίθρησκ(ος) -ία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεξιθρησκία [aneksiθriscía] η, (L)
- toleration of other religions, religious tolerance:
- πράξη ανεξιθρησκίας |
- διάταγμα περί ανεξιθρησκίας |
- μετά την ~ που κήρυξε το Έδικτο των Mεδιολάνων ο Xριστιανισμός αισθάνεται νικητής (Stasinop) |
- οι Γιαπωνέζοι Xριστιανοί ξέχασαν την ~ τους κι άρχισαν τους διωγμούς (Kazantz) |
- οι Tούρκοι παρά την ~ τους δεν επιτρέπουν στο Mοριά να τελεστεί λειτουργία (Athanasiadis-N)
- ① fig tolerance, forbearance (syn ανεκτικότητα):
- στο σαλόνι του Σουρή επικρατούσε η γλωσσική ~, δημοτικιστές και καθαρολόγοι μαζί, και το λογοπαίγνιο (Charis)
[fr kath (neol]
- toleration of other religions, religious tolerance: