Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεξερεύνητος -η -ο [anekserévnitos] Ε5 : α.που δεν τον εξερεύνησαν: Yπάρχουν ακόμα περιοχές του πλανήτη μας που παραμένουν ανεξερεύνητες. β. που δεν μπορεί κανείς να τον γνωρίσει με έρευνα· ανεξιχνίαστος: Δεν είναι, όπως παλιότερα νόμιζαν, ανεξερεύνητο το μυστήριο της ζωής.
[λόγ.: β: αρχ. ἀνεξερεύνητος· α: σημδ. αγγλ. unexplored]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεξερεύνητος, -η, -ο [anekserévnitos] (L)
- ① not explorable, unresearchable, not investigatable (syn ανερεύνητος 1,:
- ανεξερεύνητο άπειρο, μυστήριο, χάος |
- το ανεξερεύνητο αύριο |
- η ανεξερεύνητη Θεία Πρόνοια |
- ανεξερεύνητες περιοχές, ανεξερεύνητες θείες βουλήσεις |
- η ψυχή του ανθρώπου είναι ανεξερεύνητη (Chatzinis) |
- η συνείδηση του ανθρώπου είναι βαθύς και ~ χώρος (Stasinop) |
- η μαγεία της νύχτας, βαθύς και ~ κόσμος, μιλούσε στην καρδιά μας (Venezis) |
- δεν αφήνει καμιά πτυχή του εαυτού του σκοτεινή και ανεξερεύνητη (Athanasiadis-N) |
- poem .. έχει ο θάνατος δρόμους ανεξερεύνητους | και μια δική του δικαιοσύνη (Seferis)
- ② unexplored, uninvestigated, unresearched (syn L ανερεύνητος 2, ant ερευνημένος):
- ~ κόσμος |
- ανεξερεύνητη ακρογιαλιά, έκταση, θάλασσα, περιοχή, σπηλιά, χώρα |
- ανεξερεύνητες βιβλιοθήκες, αρχειακές πηγές |
- ανεξερεύνητο αρχείο, χειρόγραφο |
- ανεξερεύνητο πηγάδι, κομμάτι γης |
- ανεξερεύνητα ιστορικά γεγονότα |
- συμβάλλει με το βιβλίο του θετικά και ουσιαστικά στην τόσο ακόμη ανεξερεύνητη ιστορία της μεταγενέστερης παιδείας μας (Dimaras) |
- η περίοδος αυτή της λογοτεχνίας μας έμεινε ανεξερεύνητη (Chourmouzios) |
- η ποίησή μας σε πολλά της είναι ακόμη αισθητικά ανεξερεύνητη (Karantonis) |
- το παλαμικό έργο από πολλές πλευρές μένει ακόμα ανεξερεύνητο (Tsatsos) |
- όσα άφηναν οι αριθμοί ανεξερεύνητα και αγεωμέτρητα τα εσυμπλήρωνε η φαντασία (Panagiotop) |
- poem η θάλασσα που μας πίκρανε είναι βαθιά κι ανεξερεύνητη | και ξεδιπλώνει μιαν απέραντη γαλήνη (Seferis)
[fr LK ἀνεξερεύνητος, cpd of pref ἀν- & *ἐξερευνητός (: K ἐξερευνῶ; cf also ἐξερευνητ-ικός)]
- ① not explorable, unresearchable, not investigatable (syn ανερεύνητος 1,: