Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεξαρτητοποίηση η [aneksartitopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανεξαρτητοποιώ: Οι ανεξαρτητοποιήσεις και οι αποχωρήσεις βουλευτών εξασθένισαν την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση του κόμματος.
[λόγ. ανεξαρτητοποιη- (ανεξαρτητοποιώ) -σις > -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεξαρτητοποίηση [aneksartitopíisi] η, gen sg ανεξαρτητοποιήσεως (L)
- the act or process of making s.o. or sth independent, independence (syn ανεξαρτοποίηση):
- η ~ της τηλεοράσεως από το κράτος |
- η ~ της Aνατολικής Eυρώπης από τη Σοβιετική Ένωση |
- οι ανεξαρτητοποιήσεις κεντρώων στελεχών του κόμματος της Bορείου Eλλάδος |
- είναι πολύ δύσκολο να υπολογισθεί πότε ο άνθρωπος έκαμε την πρώτη εμφάνισή του, φυσικά σε βαθμό που να αναγνωρίζεται από την σχετική ανεξαρτητοποίησή του, την σχετικά καλή προσαρμογή του στη ζωή (NPlaton) |
- με την ~ του ενδύματος θα περίμενε κανείς ότι εξαντλήθηκαν πια τα περιθώρια παραπέρα πειραματισμών (Despinis)
[fr kath (neol) ανεξαρτητοποίησις, der of ανεξαρτητοποιώ]
- the act or process of making s.o. or sth independent, independence (syn ανεξαρτοποίηση):