Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεξαρτησία η [aneksartisía] Ο25 : η κατάσταση ή η ιδιότητα του ανεξάρτητου, η έλλειψη εξάρτησης ή, γενικότερα, οποιασδήποτε δέσμευσης· (πρβ. ελευθερία): Εθνική / κοινωνική / πολιτική / οικονομική / ιδεολογική ~. Ο αγώνας για την ~ του έθνους / του παλαιστινιακού λαού. ~ σκέψης / γνώμης. Θέλει την ~ του, γι΄ αυτό και δεν παντρεύεται.
[λόγ. ανεξάρτη(τος) -σία μτφρδ. γαλλ. indépendance]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεξαρτησία [aneksartisía] η, (L)
- independence (syn L αυτοτέλεια,:
- ~χωρίς ελευθερία είναι ασύλληπτη |
- ατομική, εθνική, πνευματική, πολιτική ~ |
- συγκροτήθηκε μια επιτροπή που θα διαπραγματεύεται σχετικώς με το ζήτημα της ανεξαρτησίας της Eλλάδος (Petsalis) |
- η ~ της σκέψεως είναι η πιο αριστοκρατική υπερηφάνεια (Kontogiannis) |
- αξιοπρέπεια σημαίνει πρώτ' απ' όλα ~ γνώμης (Panagiotop) |
- η ιστορία, συνδυασμένη με την ~ του πνεύματος, μπορεί να μας βοηθήση να βλέπουμε καλύτερα (Evelpidis) |
- οι μέθοδοι της εργασίας στη δημοκρατία είναι γεμάτες ρεαλισμό, πρωτοβουλία και ~ (Vrettakos)
[fr kath (neol]
- independence (syn L αυτοτέλεια,: