Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεξαρτήτως [aneksartítos] adv (L) = ανεξάρτητα 2
- :
- ~ ηλικίας και φύλου
- regardless of age and sex:
- ~ του αν υποστηρίζουν δικές τους ή ξένες γνώμες |
- αυτές οι βασικές αρχές πιστεύω πως εκφράζουν τις απόψεις κάθε Έλληνος, ~ πολιτικής παρατάξεως (Angelop) |
- έγραψα ~ άλλων ερευνητών, ότι η Eλλάδα κατοικείται ακόμα από την Παλαιολιθική εποχή (Poulianos)
[fr kath (neol]