Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεξαιρέτως [anekserétos] adv (L) = ανεξαίρετα
- :
- απαγορεύεται η είσοδος σ' όλους ~ |
- θα δοθεί αύξηση μισθού σ' όλους ~ τους υπαλλήλους |
- ανάπτυξη των εμπορικών συναλλαγών με όλα ~ τα κράτη σε όρους ισοτιμίας |
- ο υπασπιστής της υπηρεσίας εκτελούσε όλες ~ τις υπηρεσίες (Karagatsis) |
- κάθε άνθρωπος ~ δεν διαθέτει οργανικά την κατάλληλη ευαισθησία για να γίνει δέκτης του έργου τέχνης (Terzakis) |
- όλες ~ οι πόλεις εύχονται το θάνατο παρά τη σκλαβιά τους (Vacalop) |
- όταν αγωνιούμε, όλα τα πράγματα ~ παίρνουν μηδενιστικό χαρακτήρα (Georgoulis) |
- όλα ~ τα κόμματα έπαψαν να βασίζουν τη δύναμή τους στις ιδεολογικές τους κατευθύνσεις (Kasimatis)
[fr kath (neol]