Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεξίτηλος -η -ο [aneksítilos] Ε5 : α.(κυρίως για χρώματα) που δεν ξεβάφει, δεν εξαλείφεται ή δεν ξεθωριάζει: Aνεξίτηλα χρώματα. || Aνεξίτηλα υφάσματα, που διατηρούν τη ζωηρότητα του χρώματός τους, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. β. (μτφ.) που η ζωηρότητά του δε χάνεται, δεν εξασθενίζει με το πέρασμα του χρόνου: Aνεξίτηλες εντυπώσεις / μνήμες. H μορφή του θα μείνει ανεξίτηλη στη μνήμη μας.
[λόγ. < ελνστ. ἀνεξίτηλος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεξίτηλος, -η, -ο [aneksítilos]
- indelible, ineffaceable, uneffaced (syn L ανεξάλειπτος,:
- ανεξίτηλα γράμματα |
- ανεξίτηλο σημάδι ineffaceable mark |
- ανεξίτηλα ίχνη |
- αυτός ο πίνακας είναι ζωγραφισμένος με ανεξίτηλα χρώματα |
- τις βασιλικές μορφές τις είδαμε στον πίνακα ζωηρές, ανεξίτηλες, νικήτριες του χρόνου, καθώς τις θέλει και η παράδοση (Papatsonis) |
- poem και τα κινέζικα μελάνια | τα σκοτεινά των νυχτών και τ' ανεξίτηλα (id.)
- ⓐ fig indelible, permanent, unforgettable (syn παντοτινός):
- τις ώρες εκείνες είχε προστεθεί κάτι πολύτιμο και ανεξίτηλο στην πείρα μου της ζωής (Theotokas) |
- ο ποιητής περιστρέφεται σε μοτίβα κουρασμένα και απαισιόδοξα γύρω από ανεξίτηλες θλίψεις που του άφησε το πέρασμα ψυχικών περιστατικών (Peranthis) |
- ο πλούτος της ιστορίας άφησε μια ανεξίτηλη σφραγίδα και στη σύγχρονη ακόμα φυσιογνωμία της χώρας (Sachinis) |
- poem όλα συγκλίνουνε σ' εκείνο που έρχεται | αδιάλειπτο, ανεξίτηλο, στίγμα στο πρόσκαιρο (Anagnostakis)
[fr LK ἀνεξίτηλος, cpd of pref ἀν- & AG ἐξίτηλος]
- indelible, ineffaceable, uneffaced (syn L ανεξάλειπτος,: