Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεξίθερμος -η -ο [aneksíθermos] Ε5 : που αντέχει σε υψηλές θερμοκρασίες: Aνεξίθερμα μικρόβια.
[λόγ. < αρχ. ἀνεξι- `που ανέχεται΄ (κατά τα ανεξίκακος, ανεξίθρησκος, πρβ. ελνστ. ἀνεξία `ανεκτικότητα΄) + θέρ μ(η) -ος]