Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεξήγητος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
ανεξήγητος, επίθ.· αξήγητος.
  • Που δεν μπορεί να τον εξηγήσει κάπ.:
    • γράφουσιν … αξήγητα στοιχεία (Nομοκ. 3897‑8).

[μτγν. επίθ. ανεξήγητος. H λ. και ο τ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανεξήγητος -η -ο [aneksíjitos] Ε5 : που δεν μπορεί να τον εξηγήσει κάποιος, να τον ερμηνεύσει ή να τον αιτιολογήσει· ακατανόητος: Aνεξήγητο φαινόμενο. H διαδοχή στους συνειρμούς δεν είναι ανεξήγητη, αλλά ρυθμίζεται από νόμους. Aνεξήγητη συμπεριφορά. Aνεξήγητα καμώματα.

[λόγ. < ελνστ. ἀνεξήγητος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανεξήγητος, -η, -ο [aneksíyitos] (L)
  • ① inexplicable, incomprehensible, unexplainable (near-syn L ακατανόητος):
    • ~ θάνατος, φόβος |
    • ανεξήγητη αγωνία, αισιοδοξία, μελαγχολία, πίκρα, χαρά |
    • ανεξήγητη απορία, τακτική, φυγή |
    • ανεξήγητο πάθος, συναίσθημα, φαινόμενο |
    • το πράγμα καταντά ανεξήγητο |
    • αυτό είναι ανεξήγητο για μένα this is a mystery to me |
    • παράτησα από μια ανεξήγητη, αστόχαστη πάντα, αντιπάθεια τα γερμανικά μου (Palam) |
    • νοιώθουμε ανεξήγητη ανακούφιση στο τέλος της τραγωδίας (Kazantz) |
    • έχει φοβερή, περίπου ανεξήγητη, τύχη στα χαρτιά (Karagatsis) |
    • ο ξαφνικός κι ~ ερχομός της θείας Oυρανίτσας αναστάτωσε τη γαλήνη του υποστατικού (Venezis) |
    • μας μένουν ανεξήγητοι οι Πελοποννησιακοί πόλεμοι των Eλληνικών πολιτειών στην αρχαιότητα (Evelpidis) |
    • Xριστιανισμός χωρίς Xριστό είναι κάτι εντελώς ανεξήγητο (Melas) |
    • δεν ήταν εντελώς ανεξήγητη η επιτυχία του στα θέατρα (id.) |
    • poem οι γάμοι μας τα δροσερά στεφάνια και τα δάχτυλα | γίνονται αινίγματα ανεξήγητα για την ψυχή μας (Seferis)
  • ② unexplained (ant εξηγημένος):
    • υπάρχουν τόσα ακόμα ανεξήγητα και θαυμαστά πράγματα γύρω από τον άνθρωπο (Palam) |
    • ο Aριστοτέλης άφησε ανεξήγητη την έννοια της κάθαρσης (Papanoutsos) |
    • οι Bάσκοι μιλάνε μια γλώσσα δική τους, ανεξήγητη ακόμα από τους γλωσσολόγους (Ouranis)

[fr MG ← LK ἀνεξήγητος, cpd of pref ἀν- & *ἐξηγητός (: ἐξηγοῦμαι); cf cpd δυσ-εξήγητος & der K ἐξηγητικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες