Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεξήγητα [aneksíyita] adv (L)
- ① in an unexplainable way, without explanation, inexplicably (syn χωρίς εξήγηση):
- έφυγε χωρίς να πει λέξη, ~ |
- ξαφνικά, ~ εγκατέλειψε τη θέση του και γύρισε πίσω στις γραμμές μας (Theotokas) |
- poem κάποτε μες στο βράδυ της άνοιξης ένα παιδί σηκώνεται και φεύγει ~ | χωρίς κανείς να το μαλώσει (Ritsos)
- ② incomprehensibly, inconceivably (near-syn αδικαιολόγητα, ακατανόητα):
- σώπαινε ~ |
- ~ ψυχρός, ένοχος, λυπημένη |
- οι εθνικοί έβλεπαν στην άρνηση των Xριστιανών ένα ~ τυφλό και παράλογο, ένα ύποπτο πείσμα (Tatakis) |
- μια ~ δυνατή συγκίνηση με γέμισε μελαγχολία (Petsalis)
[der of MG ← LK ἀνεξήγητος; cf kath ανεξηγήτως]
- ① in an unexplainable way, without explanation, inexplicably (syn χωρίς εξήγηση):