Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ανεξέταστος, επίθ.
-
- 1) Που δεν υποβάλλεται σε έρευνα και μελέτη:
- τας των επιστημών εργασίας αφήκεν ανεξετάστους (Έκθ. χρον. 3811).
- 2) (Προκ. για διαγωγή) που δεν έχει υποβληθεί σε έλεγχο και κρίση, ανεξέλεγκτος:
- (Bακτ. αρχιερ. 186).
[αρχ. επίθ. ανεξέταστος. H λ. και σήμ.]
- 1) Που δεν υποβάλλεται σε έρευνα και μελέτη:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεξέταστος -η -ο [aneksétastos] Ε5 : που δεν τον εξέτασαν: Mένουν ακόμη ανεξέταστοι πολλοί μάρτυρες.
ανεξέταστα ΕΠIΡΡ χωρίς έλεγχο· ανεξέλεγκτα: Δεν κάνεις καλά να πιστεύεις ~ ό,τι σου λέει. [λόγ. < αρχ. ἀνεξέταστος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεξέταστος, -η, -ο [aneksétastos] (L)
- unexamined:
- η φιλοσοφία δεν μπορεί ν' αφήσει ανεξέταστους αυτούς τους όρους (Theodorakop) |
- οι στράτες του Θεού είναι ανεξέταστες (Prevelakis) |
- πολλά προβλήματα της κλασικής παιδείας έμειναν ολωσδιόλου ανεξέταστα (Kakridis) |
- ήταν αδύνατο να μείνει ανεξέταστο και αναπάντητο το σοβαρό τούτο επιχείρημα (Papanoutsos) |
- έπρεπε να μην αφήσουν οι μαθητές του Ωριγένη κανένα μόριο αλήθειας ανεξέταστο (Tatakis) |
- η ανεξέταστη ζωή δεν είναι ζωή ανθρώπινη, είναι απλώς φυτοζωία φυσικού πλάσματος (Lambridi)
[fr MG ανεξέταστος ← PatrG, K, AG ἀνεξέταστος, cpd of pref ἀν- & *ἐξεταστός (: AG ἐξετάζω; cf ἐξεταστ-ικός)]
- unexamined: