Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεξέλικτος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανεξέλικτος -η -ο [anekséliktos] Ε5 : α.που δεν εξελίχτηκε, που παρέμεινε στο πρώτο του αρχικό στάδιο: Tα λαϊκά στοιχεία της γλώσσας έμειναν ανεκμετάλλευτα και ανεξέλικτα. Aνεξέλικτοι πολιτισμοί. Aνεξέλικτη βιομηχανία. β. που δεν μπορεί να εξελιχθεί: Tα κατώτερα ζωικά είδη είναι ανεξέλικτα.

[λόγ. < ελνστ. ἀνεξέλικτος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανεξέλικτος1 [anekséliktos] ο, (L)
  • the undeveloped individual (syn ο εξελιγμένος):
    • τις απλούστερες απαιτήσεις των πολλών, των απαίδευτων και των ανεξέλικτων, φροντίζει να τις ικανοποιεί η λαϊκότερη τέχνη (Charis)

[substantiv. m of ανεξέλικτος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανεξέλικτος2, -η, -ο [anekséliktos] (L)
  • undeveloped, primitive (near-syn ακαλλιέργητος L, πρωτόγονος, ant L εξελιγμένος):
    • ~ άνθρωπος, λαός |
    • ανεξέλικτη κοινωνία |
    • ανεξέλικτη φυλή backward race |
    • ανεξέλικτη ζωή |
    • ανεξέλικτο χωριό |
    • ανεξέλικτα εργαλεία |
    • η ισλανδική (γλώσσα) είναι αρχαϊκή γερμανική που έχει μείνει σχεδόν ανεξέλικτη (Athanasiadis-N, adapted) |
    • η αρχιτεκτονική υπόσταση του τρούλου ήταν ανεξέλικτη (Kanellop) |
    • βλέπουμε καθαρά τις ανεξέλικτες αισθητικές αντιλήψεις της εποχής (Sachinis) |
    • μια ψυχή τόσο βαθιά αναταρασσόμενη και συγκλονιζόμενη δεν μπορεί να είναι στατική κι ανεξέλικτη (Chatzinis) |
    • η ανατολική τέχνη του Mεσαίωνα εθεωρείτο αποστεωμένη και ανεξέλικτη (Michelis) |
    • o Xατζηαβάτης σα φιγούρα έμεινε σχεδόν ~ (Ioannou, Karagiozis)

[fr kath ανεξέλικτος ← MG (Damascius, 5th-6th c. AD), cpd of pref αν- & *εξελικτός (: AG ἐξελίσσω; cf also δυσεξέλικτος, εὐεξέλικτος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες