Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεξέλεγκτος -η -ο [anekséleŋgtos] Ε5 : α.που δεν τον εξακρίβωσαν ή που δεν είναι δυνατό να τον εξακριβώσουν με έλεγχο: Aνεξέλεγκτοι λογαριασμοί. Aνεξέλεγκτες γνώμες / απόψεις. Δε μας πείθουν ανεξέλεγκτες πληροφορίες και ανεξέλεγκτα επιχειρήματα. β. που δεν υπόκειται σε έλεγχο, που ενεργεί ή γίνεται χωρίς να ελέγχεται: Aνεξέλεγκτη δράση / διαχείριση / διοίκηση / απόφαση. || (για πρόσ.) ασύδοτος: Tους άφησε ανεξέλεγκτους και κάνουν ό,τι θέλουν.
ανεξέλεγκτα ΕΠIΡΡ στη σημ. β. [λόγ.: α: αρχ. ἀνεξέλεγκτος· β: σημδ. γαλλ. incontrôlable]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεξέλεγκτος, -η, -ο [anekséleŋgtos] (L)
- ① unchecked, unconfirmed, unverified (syn in ανεξακρίβωτος):
- ανεξέλεγκτη είδηση unconfirmed news item |
- ανεξέλεγκτες πληροφορίες unverified information |
- βιαστικό και πρόχειρο το ρεπορτάζ μας για τις ελληνικές εκδηλώσεις· ανεξέλεγκτα τα στοιχεία μας (Palaiologos) |
- η ανεξέλεγκτη παράδοση τοποθετεί αυτά τα ερείπια στην προχριστιανική εποχή (PVasileiou)
- ② not subject to any control, uncontrolled, unlimited (syn ανέλεγκτος):
- ~ εξουσιαστής, κυβερνήτης |
- ανεξέλεγκτη κοινωνία, περιοχή |
- ανεξέλεγκτη δικτατορική φαυλότητα και κακουργία |
- το μυαλό τους ένοιωθε το Θεό σαν δύναμη ανεξέλεγκτη και ακατανόητη (Karagatsis) |
- μια ανεξέλεγκτη μελέτη των αρχαίων, χωρίς όρους και περιορισμούς, αποτελεί κίνδυνο για τη διαμόρφωση του ήθους ενός χριστιανού (Stasinop) |
- τα μυστικά της θρησκείας τους τα γνώριζε μόνο το ιερατείο της, παντοδύναμο και ανεξέλεγκτο (Kakridis) |
- σε τούτο το παλάτι ο επισκέπτης περιφέρεται ~ κι ελεύθερος (Thrylos) |
- όπου υπάρχει η άμεση και ανεξέλεγκτη απειλή των όπλων, εκεί πολλές φορές είναι μάταιος και ο ηρωισμός (Vafop) |
- poem κ' εσύ ~, | ελεύθερος σχεδόν (Ritsos)
[fr kath ανεξέλεγκτος ← PatrG, K ← AG ἀνεξέλεγκτος, cpd of pref ἀν- & *ἐξελεγκτός (: AG ἐξελέγχω; cf also AG ἐξελεγκτέος)]
- ① unchecked, unconfirmed, unverified (syn in ανεξακρίβωτος):